- σκευοφοριώτης
- σκευοφορ-ιώτης, ου, ὁ, comic form of σκευοφόρος, formed after εἰραφιώτης, Eup.264.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκευοφοριώτης — ὁ, Α κωμικός τ. τού σκευοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκευοφόρος, κατά το εἰραφιώτης, επίθ. τού Διονύσου] … Dictionary of Greek
σκευοφοριώτην — σκευοφοριώτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… … Dictionary of Greek